dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αντοχή στη θερμότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hitzebeständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…